- συγκληρονομία
- η, ΝΑ [συγκληρονόμος]περιουσία που περιέρχεται σε πολλούς κληρονόμουςνεοελλ.(νομ.) η ύπαρξη περισσότερων κληρονόμων στην ίδια κληρονομιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ԺԱՌԱՆԳԱԿՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0833 Chronological Sequence: Unknown date, 12c գ. συγκληρονομία, συγκλήρωσις cohaereditas, communio, societas լինել ժառանգակից. կցորդութիւն ʼի ժառանգականութեան. *Յորդեգրութիւն հօրն երկնաւորի, եւ ʼի ժառանգականութիւն քրիստոսի աստուծոյ. Շ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)